Κόκκινη ομπρέλα στο μπαρ
8.48 €
Κατερίνα Τριανταφυλλοπούλου
Τον συνάντησα πρώτη φορά, εξαιτίας μιας πόρτας που άνοιξε κατά λάθος. Τα πολύ σπουδαία πράγματα στη ζωή ξεκινάνε με το απρόοπτο, με το λάθος. Την πόρτα εγώ την άνοιξα. Κατευθείαν στη μοίρα μου. Άοπλη και ανέτοιμη μπροστά στο τυχαίο. Πάντα είμαστε άοπλοι μπροστά στο τυχαίο, γι’ αυτό μας καθορίζει τόσο καίρια. Εγώ την άνοιξα την πόρτα. Κατά λάθος. Έπρεπε να μπω στην επόμενη, είχα ραντεβού για μια οντισιόν ακριβώς δίπλα. Αλλά μπέρδεψα τις πόρτες. Εκείνη την ημέρα, από το άγχος μου, γενικώς μπέρδευα. Πριν από λίγο είχα μπερδέψει τον όροφο, είχα κατέβει πιο κάτω. Χτυπούσα λάθος κουδούνια, κάπου μου είπαν «στον τέταρτο νομίζω». «Νομίζω»; Τι θα πει «νομίζω»; Δεν κάνουμε δουλειά έτσι. Η ώρα περνάει. Ξανακάλεσα το ασανσέρ, βγήκα στον τέταρτο. Σκοτάδια. Το φως, πού είναι το φως; Ονόματα στα κουδούνια με κοίταζαν, χωρίς να σημαίνουν τίποτα, με κοίταζαν σχεδόν κοροϊδευτικά. Όχι, πρέπει να κατέβω στον τρίτο, το ασανσέρ είναι κατειλημμένο, θα πάω με τη σκάλα. Έφτασα λαχανιασμένη. Επιτέλους, το όνομα της θεατρικής επιχείρησης, με μεγάλα γράμματα μπροστά μου. Άνοιξα την πρώτη πόρτα που βρήκα, ήταν μισάνοιχτη, ούτε καν χτύπησα από ευγένεια. Και… τον είδα. Στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη σε μένα, μπροστά στο παράθυρο. Ήταν μόνος του μέσα σε ένα γραφείο με μία τεράστια βιβλιοθήκη. Από το τρίξιμο που έκανε η πόρτα, έστρεψε το κεφάλι του προς εμένα και, όπως θα έλεγε και ο Ελύτης, «μου ήρθε ο κόσμος». Ένα βλέμμα, κάτι μεταξύ πράσινου, γαλάζιου και γκρι, διαπεραστικό, διερευνητικό, λιγάκι έκπληκτο αλλά και ειρωνικό μαζί. Μόλις που κατάφερα να ψελλίσω «Συγγνώμη, λάθος». Άκου «Συγγνώμη, λάθος». Τι παιχνίδια παίζει το μυαλό ή η μοίρα, ή και τα δυο, δεν ξέρω… «Συγγνώμη, λάθος»; (γελάει αλλόκοτα). Αυτός δεν είπε απολύτως τίποτα, μόνο συνέχισε να με κοιτάζει, μέχρι που έκλεισα την πόρτα εντελώς και βγήκα στο διάδρομο.
Ταυτότητα
Κατερίνα Τριανταφυλλοπούλου
Κόκκινη ομπρέλα στο μπαρ
Σελίδες: 60 Σχήμα: 13 X 20,5 Τιμή: 8,48 €
ISBN: 978-618-84081-9-7
Περιγραφή
«Έπαιζε κάποιο σατανικό παιχνίδι άραγε; Με οδηγούσε σε επικίνδυνους δρόμους που δεν είχα ποτέ περάσει, φλερτάραμε με το κενό, με κοίταζε μ’ εκείνο το βλέμμα χωρίς έλεος, κι εγώ… τον ερωτευόμουν παράφορα. Αυτός; Δεν μπορούσα να ξεκαθαρίσω αν ένιωθε κάτι, δεν ήταν τίποτα βέβαιο. Έπρεπε όμως να μάθω με κάποιον τρόπο. Συγγνώμη, πρέπει να διακόψουμε λίγο. Να βάλω λίγο κραγιόν. Μπορώ;»