Η γραφή. Μία προσπάθεια να παρεισφρήσει το παρελθόν στο παρόν, προσβλέποντας μονίμως στο μέλλον. Έγραψα, κατέγραψα, μία κατάσταση, ένα γεγονός, μία σκέψη, τώρα. Το τώρα έγινε κιόλας παρελθόν. Όσο απομακρύνομαι από το γεγονός και από την καταγραφή του, τόσο βυθίζονται και τα δύο στο παρελθόν. Όταν κάποια στιγμή διαβάσω την καταγραφή, μετέχω της εισβολής του παρελθόντος στο παρόν μέσω της ανάγνωσης του καταγραμμένου.

Η γραφή απομνημονεύει αφ’ εαυτής, θυμίζει —όσο υπάρχει—, επιστρέφει τον νου στο παρελθόν με κάθε ανάγνωσή της. Γράφω για να απομνημονεύσω, στο χαρτί ή σε άλλο μέσο, όσα θα χαθούν στη μνήμη με τη σταδιακή εξασθένηση της τωρινής εντύπωσης. Γράφω κάτι για να το θυμηθώ αργότερα. Το είπαν σημείωση.

Γράφω για να βλέπω το ξετύλιγμα της σκέψης μου σε άλλο χρόνο από αυτόν της καταγραφής, για να μπορέσω να προχωρήσω αύριο τον συλλογισμό που άφησα ημιτελή χθες, για να καταφέρω να εξωθήσω τη σκέψη μου σε άλλες σφαίρες. Το είπαν στοχασμό.

Γράφω αριθμούς, στοιχεία χημείας, αστρονομίας, ιατρικής, για να μπορέσω να απεικονίσω μέσα από σύμβολα ολόκληρους συλλογισμούς, που δίχως τη γραφή θα χάνονταν στα βάθη του χρόνου. Συσσώρευση γνώσης αιώνων. Το είπαν επιστήμη.

Γράφω σήμερα υποχρεώσεις καθημερινότητας, λογαριασμούς που πρέπει να πληρωθούν αύριο, υπομνήσεις συναντήσεων, καθηκόντων. Το είπαν οργανωτική συνέπεια.

Γράφω ολόκληρες σειρές συνειρμών που με οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα, για να απαντήσω σε μύρια γιατί, επιζητώντας ένα διότι, συνδέω αιτίες με αποτελέσματα. Το είπαν φιλοσοφία.

Γράφω για συναισθήματα, σκαμπανεβάσματα ψυχής, ως απόηχο γεγονότων που σημαδεύουν τη ζωή μου. Το είπαν ημερολόγιο.

Γράφω για φανταστικά και πραγματικά γεγονότα, καταστάσεις, πρόσωπα. Μυθοπλάθω, αναμιγνύω όνειρα, συλλογισμούς, αιτούμενα, ανεκπλήρωτα. Γίνονται πεζογραφήματα, αγγίζω την τέχνη της γραφής, προκαλώ καταστάσεις, σκέψεις, συναισθήματα στον αναγνώστη. Το είπαν λογοτεχνία.

Γράφω στίχους, βάζω τις λέξεις σε σειρά χαμένος από χώρο και χρόνο, με μουσικότητα, ιδιότυπη ροή, συμπυκνώνω νοήματα, επιδιώκω αισθητικό αποτέλεσμα. Το είπαν ποίηση.

Γράφω για γεγονότα παρελθόντος που έδρασαν καταλυτικά σε κοινωνίες, χώρες, ανθρώπους, ιστορώ. Το είπαν ιστορία.

Απεικονίζω την άυλη σκέψη, με σύμβολα γραφής, υλοποιώ το άυλο, το κοινωνώ, το κάνω προσβάσιμο στους άλλους.

Ό,τι και να γράψω τώρα, σε μια στιγμή γίνεται παρελθόν και κάθε επιστροφή με την ανάγνωση φέρνει το χθες στο σήμερα.

Με την κοινοποίηση της γραφής φέρνω στη σκέψη του αναγνώστη σκέψεις, εικόνες, δικές μου ή άλλων, διανέμω αναστοχασμούς και συντελείται μοιρασιά. Το εγώ παίρνει άλλη διάσταση, διαχέεται σε σκέψεις των άλλων.

Ο τρόπος επιλογής, τοποθέτησης, προβολής των λέξεων, συνιστά έργο απολύτως προσωπικό στις συγκεκριμένες διαστάσεις που δίνω εγώ ως γραφέας. Οι διαστάσεις όσων νοηματοδοτεί η γραφή μου δεν είναι ποτέ ίδιες με αυτές που προσλαμβάνει ο αποδέκτης της γραφής μου. Ποτέ δεν θα μάθω ως πομπός σε ποιες διαστάσεις, πώς, γιατί, τι, προσέλαβε ο δέκτης των γραφόμενών μου. Με την ανάγνωση έχει συντελεστεί η επικοινωνία πομπού δέκτη, αλλά τη βαθύτερη ουσία αυτής της επικοινωνίας δεν θα την μάθει ποτέ ούτε ο πομπός ούτε ο δέκτης.

Με τη γραφή καταφέρνω να αναπλάθω συνεχώς τον εαυτό μου. Μάλλον καταγράφω συνεχώς το πώς θα ήθελα να είναι. Αλλά δεν θα μάθω ποτέ ποιος πραγματικά είναι.

Μέσα από την επανάληψη, τα πρότυπα, τα χαρακτηριστικά που θα ήθελα να έχω, περνούν σταδιακά στη συνείδηση, κι έτσι καταφέρνω συχνά να αλλάζω συμπεριφορές, αντιδράσεις. Εν ολίγοις, κατασκευάζω το είδωλο του εαυτού μου, και πασχίζω για μια προσομοίωση. Το πόσο αυτή είναι εφικτή, μου το δείχνει ο χρόνος, που σαν κύμα λειαίνει τον βράχο. Η δε αναδρομή σε παλαιότερες καταγραφές, μου δείχνει το μέγεθος των αλλαγών που έχουν συντελεστεί.

Παρακολουθώντας την πορεία της σκέψης μου μέσα από τη γραφή, θρυμματίζω τα στερεότυπα που φυλακίζουν τη σκέψη και ανοίγομαι σε άλλους, νέους ορίζοντες.

Υπάρχει βεβαίως και το περίφημο «όλα έχουν γραφεί». Όμως, κάθε συγγραφέας, ποιητής, είναι το φίλτρο όσων μέσα στον χρόνο έχει προσλάβει ο νους του από αναγνώσεις, βιώματα, σημαντικές ή όχι στιγμές και αποδίδει αυτό το κράμα μέσα από τη δική του ματιά, η οποία ποτέ δεν είναι απολύτως ίδια με των άλλων. Ναι, όλα έχουν γραφεί. Αλλά πάντοτε υπάρχουν πολλά που δεν έχουν ακόμα έτσι γραφεί.

Όταν γράφω υποδορίως πάντοτε υπάρχει το αίσθημα της ματαιότητας της γραφής. Γνωρίζω ότι δεν απευθύνομαι σε κανέναν και για καμιά αιτία. Γράφω σαν ξένος σε έναν κόσμο στον οποίο είμαι καταδικασμένος να ζω. Δεν έχω κανέναν απολύτως λόγο να απευθύνω κουβέντα σε κανέναν, έχοντας πλήρη επίγνωση της μοναχικότητάς μου, της αδυναμίας επικοινωνίας με οιονδήποτε, ή ακριβέστερα, της μη ανάγκης επικοινωνίας. Τότε είναι που η γραφή περνάει στη χώρα της καθαρότητας, της ανεπιτήδευτης στόχευσης, της απόλυτης αυθυπαρξίας κι αυτονομίας. Αφού τίποτα δεν περιμένει να ακούσει από κανέναν, αφού δεν θέλει κανένα ερώτημα να υποβάλλει ώστε να εκκολαφθεί μια απάντηση. Αφού καμιά μουσική δεν θα τραγουδήσει ώστε να δει χορούς ή έστω να ακούσει μια φωνή να δένεται με τη μουσική, όπως γίνονται τα τραγούδια, εννοώ. Η γραφή για την ουσία της, για τον βαθύτερο εαυτό της. Η γραφή μέσα στα ιερότερα, λόγω μοναδικότητας, σαλόνια του νου. Να περιφέρεται χωρίς αγωνίες, αναζητήσεις, απλά ήρεμα και πολυσχιδώς καταγράφουσα τις δικές της μοναδικές πραγματικότητες. Χωρίς την ανάγκη καμιάς μοιρασιάς. Είναι οι σπάνιες στιγμές, όπου τα πράγματα είναι δυνατόν να είναι όμορφα και χωρίς να τα μοιράζεσαι.

Βιβλία του Γιώργου Δουατζή στις Εκδόσεις Στίξις: Ο μουσουργός (2017), Τα κάτοπτρα (2017), Χρόνου σκιά (2018), Χάρτινοι απόγονοι (2021)
Έργο: “Ενδοσκόπηση” 60Χ90, Γ. Δουατζή (2020)