Για το μυθιστόρημα του Κώστα Δέδε «Σκοτεινοί δρόμοι» (εκδ. Στίξις).
Της Διώνης Δημητριάδου
[…] τα μικρά γεγονότα, όπως το πέταγμα της πεταλούδας, δημιουργούν τα μεγάλα.
Γύρω από αυτή την απλή αλήθεια χτίζεται το μυθιστόρημα του Κώστα Δέδε. Είναι γεμάτο από μικρές ιστορίες, τις προσωπικές των ηρώων, παράλληλες ή διασταυρούμενες, εγκιβωτισμένες πολλές μέσα σε άλλες, έτσι όπως και στην αληθινή ζωή όλα μπερδεύονται, όλα επικοινωνούν, όλα συνδέονται και αλληλεπιδρούν, τελικά όλα μία ιστορία είναι με τις αναπάντεχες ανατροπές της, με τις πολύτιμες στιγμές της. Οι επιμέρους εικόνες μορφοποιούν το ευρύτερο νόημα μιας πολυσήμαντης τοιχογραφίας. Είναι μυθοπλασία οι Σκοτεινοί δρόμοι; Είναι μια πραγματική ιστορία; Ίσως να μην έχει και τόση σημασία· ας δεχθούμε αυτό που λέει ο συγγραφέας, ότι δηλαδή πρόκειται για πραγματικά γεγονότα, και ας του αναγνωρίσουμε το δικαίωμα να τα χειριστεί κατά πως ξέρει και επιθυμεί.
Tο μυθιστόρημα του Κώστα Δέδε είναι γεμάτο από μικρές ιστορίες, τις προσωπικές των ηρώων, παράλληλες ή διασταυρούμενες, εγκιβωτισμένες πολλές μέσα σε άλλες, έτσι όπως και στην αληθινή ζωή όλα μπερδεύονται, όλα επικοινωνούν, όλα συνδέονται και αλληλεπιδρούν.
Διατηρώντας την άνεση της τριτοπρόσωπης αφήγησης –με παρεμβολές προσωπικής εξομολογητικής κατάθεσης– ξετυλίγεται ένα κουβάρι σχέσεων και πλέκεται ο ιστός της ιστορίας. Η μικρασιάτικη οικογένεια, που προσπαθεί να επιβιώσει στον νέο τόπο αναγκαστικής εγκατάστασης, οι πειραιώτικες φτωχογειτονιές, το κτίριο-γκέτο των Βούρλων, οι ιδεολογικές συγκρούσεις, οι ρεμπέτες, η γερμανική Κατοχή, τα φονικά, κι άλλα κι άλλα, θα αποτελέσουν το υλικό για να φτιαχτεί η εικόνα ενός πολύπαθου τόπου και μιας ταραγμένης εποχής.
«Παράγκες ξύλινες και παραπήγματα στημένα ανισόπεδα, κοντά και πάνω σε βράχια. Δρόμοι με λακκούβες και λασπόνερα όπου παιδιά βάδιζαν ξυπόλητα, με τρύπια παντελονάκια ή, στην καλύτερη περίπτωση, μπαλωμένα. Παιδιά που προσπαθούσαν να εφεύρουν παιχνίδια για να παίξουν μόνα τους χωρίς αντικείμενα, για να χαρούν την αθωότητά τους κάτω από έναν υποσχόμενο ήλιο ή κάτω από μία παραπονεμένη σελήνη. Παραδίπλα, χασισοποτεία, μικροί τεκέδες, με το ντουμάνι που μύριζε πολύ, όπως μύριζαν και τα βαριά μικρασιάτικα φαγητά με τα καρυκεύματα, που τρυπούσαν τη μύτη. Φτώχεια και κακομοιριά και χασικλήδες που, μέσα στο νέφος της μαστούρας τους, άκουγαν τον ντελικάτο ήχο του μπουζουκιού, ξεχνώντας προς στιγμή τα σεκλέτια τους. Ένας κόσμος που ζούσε έτσι, επειδή έτσι τον υποχρέωναν να ζει».
Ο τόπος παρακολουθεί την ιστορία των ανθρώπων και υπογραμμίζει με τη βουβή του παρουσία τις αλλαγές στη ζωή τους. Τα Βούρλα, γνωστά ως φυλακές (από το 1937 που στέγασαν τους ποινικούς αλλά και τους κάθε φορά αντιφρονούντες, της δικτατορίας του Μεταξά πρώτα, κατόπιν όσους αντιστέκονταν στον Γερμανό κατακτητή, ύστερα με την Απελευθέρωση πάλι εκεί για τους ηττημένους του τελειωμένου αγώνα), ήταν αρχικά (από το 1874) ένας τεράστιος οίκος ανοχής («η Κοριτσιέρα των Βαλκανίων») που εκτεινόταν σε ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο και που από τότε έμοιαζε πολύ με φυλακή. Ένα «μπορντέλο-στρατώνας», όπως εύστοχα το ονομάζει ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του Το μπουρδέλο: «Το μπορντέλο-στρατώνας συγγενεύει περισσότερο με την μπουρδελογειτονιά, παρά με το μπορντέλο-ξενοδοχείο. Το μπορντέλο-στρατώνας είναι μια μπουρδελογειτονιά κλεισμένη μέσα σε ένα κτίριο».
Σ’ αυτό το εμβληματικό κτίριο (και με τις δύο χρήσεις του) θα παιχτεί ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του Δέδε. Γύρω απ’ αυτό θα μας μιλήσει και για τις ιερόδουλες, που στεγάζονταν στα δωμάτια-κελιά του, και για τους ρεμπέτες που σύχναζαν στην περιοχή, «στα πέριξ» του κτιρίου, όπου υπήρχαν τα στέκια τους, οι τεκέδες και τα χασισοποτεία.
Σ’ αυτό το εμβληματικό κτίριο (και με τις δύο χρήσεις του) θα παιχτεί ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του Δέδε. Γύρω απ’ αυτό θα μας μιλήσει και για τις ιερόδουλες, που στεγάζονταν στα δωμάτια-κελιά του, και για τους ρεμπέτες που σύχναζαν στην περιοχή, «στα πέριξ» του κτιρίου, όπου υπήρχαν τα στέκια τους, οι τεκέδες και τα χασισοποτεία.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επιλογή των τίτλων των κεφαλαίων: «γεγονότα», «χαρακτήρες», «μεταστροφές», «προοπτικές», «σύννεφα», «υποδείξεις», «δράσεις», «απώλειες», «εξελίξεις», «ερμηνείες», «υπερβάσεις», «απόψεις». Στη λιτότητά τους αυτοί οι τίτλοι δηλώνουν και τις μεταπτώσεις και αλλαγές που χαρακτηρίζουν τη ζωή των ηρώων, τις περιπέτειές τους και τις ιδεολογικές τους αναζητήσεις. Ο κεντρικός ήρωας, ο Παναγιώτης, προσπαθεί να ξεκαθαρίσει μέσα του τα πράγματα συνομιλώντας πότε με τον δογματικό Μιχάλη και πότε με τον αρχειομαρξιστή Πάντο: Πώς διαμορφώνεται η ιστορία; Πώς κατευθύνονται οι πορείες των ανθρώπων και άλλοτε δημιουργούν επαναστάσεις, που φέρνουν τα πάνω κάτω στον κόσμο, και άλλοτε λουφάζουν υπομένοντας την καταπίεση των ισχυρότερων; Πώς ισορροπεί η ελεύθερη σκέψη με το παντοδύναμο δόγμα; Πού σταματά η ηθική και πού αρχίζει το συμφέρον;
«Δυστυχώς, φίλε μου, η ιστορία προχωρά με βάση το συμφέρον και όχι την ηθική. Όλα όσα μαθαίνουμε στα σχολεία και παρουσιάζονται ως μεγάλα κατορθώματα, είναι απλά ρομαντικές διηγήσεις που εύκολα δημιουργούν πεποιθήσεις. Και σαν παράδειγμα σου αναφέρω τη δική μας ιστορία, του “όλα τα μπορέσαμε και όλα τα μπορούμε”. Μόνο που δεν καταφέραμε να εξηγήσουμε γιατί το Καταραμένο Φίδι το σκότωσε τελικά ο Μεγαλέξανδρος και όχι, όπως θα θέλαμε, ο φουκαράς ο Καραγκιόζης».
Μέσα στην ιστορία με τους πολυδαίδαλους δρόμους, όπου βαδίζει η ζωή των ηρώων, υπεισέρχεται και η ταυτόχρονη ιδεολογική διαμάχη που μοίρασε τον κόσμο σε δυο κομμάτια (και το ένα απ’ αυτά σε περισσότερα) και που ακόμη καλά κρατεί μετά από τόσα χρόνια.
Μέσα στην ιστορία με τους πολυδαίδαλους δρόμους, όπου βαδίζει η ζωή των ηρώων, υπεισέρχεται και η ταυτόχρονη ιδεολογική διαμάχη που μοίρασε τον κόσμο σε δυο κομμάτια (και το ένα απ’ αυτά σε περισσότερα) και που ακόμη καλά κρατεί μετά από τόσα χρόνια. Ο Κώστας Δέδες δεν αποφεύγει να δείξει τις πτυχές αυτής της πάλης ιδεών εμπλουτίζοντας έτσι την ιστορία του (που δείχνει με σαφήνεια το οικονομικό υπόβαθρο των ιστορικών ανακατατάξεων και τις κοινωνικές διαστρωματώσεις) με το απαραίτητο πολιτικό/ιδεολογικό εποικοδόμημα. Έτσι, μας προσφέρει την πλήρη εικόνα μιας εποχής σημαδιακής για τις μετέπειτα εξελίξεις, με τις ιδεολογικές διαφορές όχι απλώς να χρωματίζουν τις διαμάχες αλλά και να τις επεξηγούν· άλλωστε αυτή είναι η διαλεκτική αντιμετώπιση των ιστορικών εξελίξεων – η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο υπόβαθρο των οικονομικοκοινωνικών σχηματισμών και στο εποικοδόμημα. Επειδή δεν συναντάμε συχνά στην πεζογραφία μια τόσο ενδελεχή προσέγγιση, αξίζει να ειπωθεί ότι το βιβλίο του Κώστα Δέδε ξεχωρίζει μέσα στα πολλά που έχουν γραφεί γύρω από την ίδια εποχή και την ίδια λίγο ως πολύ θεματική. Ας προστεθεί στην αξιολόγηση αυτή και το γεγονός πως όλο αυτό συντελείται χωρίς στο ελάχιστο να μειώνεται η λογοτεχνική και μυθοπλαστική αξία του κειμένου, χωρίς να ξεχνά ο αναγνώστης ότι διαβάζει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία με εκπλήξεις και ανατροπές, που χαρακτηρίζουν ένα καλό μυθιστόρημα ή μια πραγματική ιστορία, που εδώ παρουσιάζεται με τον λογοτεχνικό της μανδύα. Με όποιον τρόπο κι αν διαβαστούν οι Σκοτεινοί δρόμοι, κατορθώνουν να αποδώσουν το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής, κυρίως να τονίσουν τις ιδέες που ταλάνισαν τους ανθρώπους της και να φανερώσουν τις ρίζες πολλών από τα προβλήματα που προσδιορίζουν ακόμα τη σημερινή πολύπαθη Ελλάδα. Σκοτεινοί οι δρόμοι με γκρίζες φωτοσκιάσεις και αραιά και πού λαμπερές εξαιρέσεις.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας
https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/dedes-konstantinos-stixis-skoteinoi-dromoi-dimitriadou