Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή του Γιώργου Σύρρου «Διασχίζοντας το μεταίχμιο», εκδόσεις στίξις, 2017

 

«Διασχίζοντας το μεταίχμιο». Διασχίζω, δηλαδή  κινούμαι και από το ένα άκρο φτάνω στο άλλο. Δεν λέει ακροβατώντας στο μεταίχμιο, διαπερνώντας το μεταίχμιο, διαβαίνοντας το μεταίχμιο. Λέει  «Διασχίζοντας το μεταίχμιο». Εμπεριέχει και το σχίζω, αποκόπτω, χωρίζω αλλά και τον πόνο και την ενέργεια που απαιτείται για το σχίσιμο. Το ρήμα σαφές. Η πρόθεση κίνησης εξ’ ίσου σαφής. Στην ποίηση, τίποτε δεν είναι τυχαίο.

Μεταίχμιο. Το διαχωριστικό σημείο, το όριο, ανάμεσα σε δυο αιχμές, καταστάσεις. «Μετά». Η παρουσία της έννοιας χρόνος μπαίνει στο παιχνίδι. «Αιχμή», μύτη, οξύτητα, κορυφή, κατάκτηση, υπονοούμενο, βέλος, οι πρώτοι συνειρμοί. Αιχμηρή άλλωστε, δεν είναι και η ίδια η ζωή;

 

«Διασχίζοντας το μεταίχμιο». Σε ποιο μεταίχμιο στέκεται η συλλογή; Ο Γιώργος Σύρρος, μιλάει ευθέως για τρία μεταίχμια, με ισάριθμα ποιήματα. Πρώτο του μεταίχμιο, είναι η πρόβα, η ετοιμασία για δράση, το όριο, πριν περάσεις στην πράξη. Θεωρώ πως αυτό είναι το πρώτο μεταίχμιο, όριο, που κατά την ποιητική φωνή, έχει να διασχίσει ο άνθρωπος. Πώς δίδεται;

Ποίημα με τίτλο «Πρόβα (Μεταίχμιο Ι)»

Είναι φορές που πιστεύω

πως δεν είμαστε παρά οι προπομποί των ανθρώπων

που θα έρθουν κάποτε να κάνουν πραγματικότητα

αυτό που προβάραμε τις νύχτες

με λέξεις και όνειρα.

 

Το δεύτερο μεταίχμιο, δίνεται ευθέως στο Ποίημα με τίτλο «Ειρωνεία (Μεταίχμιο ΙΙ)»:

Το σήμερα θυσιαζόταν

για να χτιστεί ένας καλύτερος άνθρωπος

για το αύριο.

 

Και όταν τελειώσουν τα σήμερα

θα έρθει ο θάνατος

να μας κλέψει το αύριο

και τον άνθρωπό του.

 

Οι δυο αιχμές εδώ είναι το παρελθόν και το μέλλον. Καλείσαι ξεκινώντας από το παρελθόν να διασχίσεις το παρόν για να φτάσεις κάποτε στο μέλλον. Προσοχή όμως. Το λάθος που κάνουμε, και εγώ πρώτος, είναι ότι πολλές φορές θυσιάζουμε το παρόν για το αύριο. Το ζήτημα είναι η πορεία προς το αύριο, χωρίς να θυσιαστεί το παρόν. Το μέγα ζήτημα είναι η ζωή. Ανάμεσα στις δύο όχθες, συντελείται ζωή, παρουσία χρόνου.

Το τρίτο μεταίχμιο είναι αυτό του απολογισμού. Αν είσαι τυχερός ή καλύτερα, αν είσαι συνειδητοποιημένος, θα μπορείς να λες αυτό που λέει με στίχους  το τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Απολογισμός (Μεταίχμιο ΙΙΙ)»:

ζήσαμε καλύτερες στιγμές

με συγκινήσεις, έρωτες και ιδανικά.

 

Η ζωή, συμπυκνώνεται εδώ σε μια τριαδική σχέση, με καθόλου τυχαίο τον πληθυντικό αριθμό σε κάθε συστατικό στοιχείο: «συγκινήσεις, έρωτες, ιδανικά».

Το ποίημα τελειώνει μαζί με το βιβλίο με μια συνειδητοποίηση:

Και έπειτα

ήρθε και η δική μας σειρά να συνεισφέρουμε

στ’ απραγματοποίητα όνειρα της ανθρωπότητας.

 

Στη διαδρομή, από τη μια χωροχρονική θέση στην άλλη, από μεταίχμιο σε μεταίχμιο, υπάρχει η ζωή, το τώρα, το παρόν. Το «βιώνω» ή το «βαδίζω με τον αυτόματο πιλότο» που από το σύστημα, ή εν πάση περιπτώσει, έξωθεν μου επιβάλλεται. Η ζωή, έχει τη μαγεία, να μπερδεύει τα τρία αυτά μεταίχμια και να βάζει το ένα μέσα στο άλλο, όπως οι ρώσικες «ματριόσκα».

Όλα φυσικά έχουν την αφετηρία τους. Κοινή αφετηρία για όλους μας, η μάνα. Τα ποιήματα, αναφέρονται σε πολλά σημεία στη μάνα, η οποία περιγράφεται με ρεαλιστικό τρόπο, σαφώς όχι εξωραϊσμένο, φτάνοντας ως τα όρια του τραγικού.

Κουβαλώντας τις δικές της καταγραφές από τους γονείς της και τα δύσκολα χρόνια που πέρασε, φέρει μέσα της ενσωματωμένο τον θρήνο για όσα εκείνη δεν έζησε ή δεν την άφησαν να ζήσει. Αυτό, το εξωτερικεύει σε κάθε ευκαιρία, ακόμα και όταν νανουρίζει το παιδί της:

καθώς οι ρίζες μου βαθιά μέσα στο χώμα που μου έδωσε μορφή

ποτίζονταν με αίμα, μεταμέλεια

και το θρηνώδες νανούρισμα της μητέρας.

 

Η μάνα, σκληρή από τις περιστάσεις της ζωής, μπορεί να σπάσει ξαφνικά μη αντέχοντας άλλο πόνο και εκεί τα διλήμματα είναι μεγάλα:

 

την απολιθωμένη μάνα στα ερείπια του ηφαιστείου

που κρατούσε ακόμα στην αποτεφρωμένη της αγκαλιά

τις στάχτες μιας ελπίδας για τον κόσμο

ίσως όχι τόσο για να τον προστατεύσει

μα για να χαθεί πριν απ’ αυτό.

 

Η μάνα, είναι κι εκείνη δέσμια της κοινωνικής πεποίθησης για το πώς πρέπει να είναι μια μάνα:

πριν από κάθε μεγάλο ταξίδι

ερχόταν η μητέρα να μας αποχαιρετήσει

κουβαλώντας πάντοτε σ’ ένα μαντήλι δεμένα

ψωμί, ελιές και νουθεσίες.

 

Κοιτάζοντας κατάματα την αλήθεια, δηλώνεται

η παρακμή είναι μια φιλεύσπλαχνη μάνα

 

και η απουσία της ζέστης της μητρικής αγκαλιάς και της μητρικής στοργής, οδηγεί σε αναζήτησή τους αλλού, ως ύστατη ίσως καταφυγή

και η μάνα μας η σελήνη,

κοίτα

δακρύζει από χαρά και υφαίνει αστρικά ποτάμια.

 

Πόσοι από εμάς έχουν την παρρησία και την καθαρότητα να ομολογήσουν:

μόνο στα όνειρά μου ανατράφηκα ανθρώπινα

ζώντας τον ανέφικτο παραλογισμό της ευτυχίας

διαδραματίζοντας κάθε πρωινό την Πτώση από την αρχή.

 

Μεγαλώνοντας, αρχίζει να κυλάει η ζωή. Το πρώτο ζητούμενο, είναι η αυτογνωσία:

γι’ αυτό μασούσα κομμάτια του εαυτού μου

και έφτυνα φλούδες ανθρώπων.

 

Μετά έρχονται οι επιλογές:

εκείνο το χθες που πενθεί είναι ενός άλλου ανθρώπου˙

στο δικό μας χθες ψελλίζαμε ένα διαφορετικό όνομα.

 

Η επαφή με την ποίηση

τους ποιητές τους κοιτάς στους στίχους

για να σταθείς αληθινά μπροστά στους.

 

Το άνθισμα και η αποκάλυψη της δύναμης της αγάπης:

η ίδια φλόγα έκαιγε μέσα μας

και έφτανε ν’ αγκαλιάσουμε τον κόσμο για να ζεσταθεί

 

η οποία κάνει την παρουσία της στην εκκίνηση της ανάγνωσης, στο μότο του βιβλίου:

Μια χούφτα αστέρια μάζευα

να έχω να σκορπίζω στα όνειρά σου.

Εδώ θεωρώ σημαντικό να σημειώσω αυτό το ανεξήγητο που μας «πιάνει» στον έρωτα, να θέλουμε να τα δώσουμε όλα, μη κρατώντας τίποτε για τον εαυτό μας, ούτε καν ένα κομμάτι αστερόσκονης που τυχόν θα πέσει στη χούφτα μας από τα αστέρια, που τόσο γαλαντόμα έχουμε τη διάθεση να προσφέρουμε.

Κάτι ακόμα, δικό μου, προσωπικό: μήπως να αξιολογήσουμε την παράμετρο αν ο άλλος θέλει να του προσφέρουμε «τον ουρανό με τ’ άστρα», αν η κίνησή μας έχει κάποια αξία για αυτόν, ή άδικα τελικά θα στερήσουμε κάποια αστέρια από τον ουρανό;

Ιδού λοιπόν πώς δουλεύει η ποίηση, όταν με δύο στίχους, προκαλούνται τόσοι συνειρμοί, τόσα ζητήματα. Σταματώ, σιωπώντας, αφού διαστήματα σιωπής σημαδεύουν τον βίο:

και όταν έμαθα να μιλάω

μονόδρομος μου φάνηκε η σιωπή

 

που συνεχίζεται με νοσταλγία

μας άφησε παρακαταθήκη τη νοσταλγία

για το μακρινό και το ανείπωτο

 

με αγώνα για επιβίωση

προκοπή δε βρήκανε τα κουρασμένα μας χέρια

 

με εντιμότητα

τα χέρια που πάσχιζα πάντοτε να τα κρατάω καθαρά

 

κόντρα σε χυδαίους φαρισαϊσμούς

τέτοιες μασκαράτες ήταν αναγκαίες

για να μπορέσουμε να γινόμαστε χυδαίοι

 

αν και οι μάσκες είναι τόσο καλά προσαρμοσμένες, που είναι δυσδιάκριτες. Πώς να το καταλάβεις, όταν:

μεταμφιέζοταν οι δαίμονες σε αγγέλους;

 

Ο φόβος παρών

κάθε που ξυπνάς αγκαλιά με το φόβο

πεθαίνεις και λίγο

 

αλλά και η ελπίδα

ένας να σώσει τον κόσμο

αυτός σώζεται για όλους μας.

 

Η λύπη του χωρισμού, ένας μικρός θάνατος:

κάποτε

θα πρέπει να πάψουν οι άνθρωποι να χωρίζουν στους σταθμούς

 

η μοίρα σκληρή

την πιο σκληρή μοίρα τη γευτήκαμε

όταν επήλθε ο θάνατος των ειδώλων

 

δεν έχεις πού να πιαστείς

σε λίγα πράγματα μπορεί να βασίζεσαι

 

χάπια σε προκαλούν, χάπια για κάθε τι, και είναι δύσκολη η επιλογή να τα αρνηθείς, να πεις

προτιμότερος ο πονοκέφαλος.

 

Μέγα θέμα: ο χρόνος

περίμενα και υπέμενα…

να φτάσω εκεί που ο χρόνος καταργείται.

 

Πού; Στον θάνατο; Στην αυτογνωσία; Στην υπέρτατη γνώση; Στην Ποίηση; Στον Έρωτα; Στη γραφή; Εκεί, που -διαφορετικά- για τον καθένα καταργείται ο χρόνος.

 

Υπέρτατη αίσθηση, στη ζωή και στην παρούσα συλλογή, ο Έρωτας. Σαρκικός:

όταν τελειώνουν τα λόγια

και δεν αφηνόμαστε στα χάδια

ποιος ο λόγος που βαδίζουμε ο ένας πλάι στον άλλον;

 

δυναμικός, ορμητικός:

έπλαθα τα στήθη σου σε χυδαίες μορφές

καθώς γινόμουν ο βάρβαρος γλύπτης του ερωτισμού σου

 

ολοκληρωτικός:

το κορμί σου έγινε η εκπλήρωση όλων των τεχνών

και η σάρκινη σκηνή όπου παιζόταν το αιώνιο δράμα

της αναπαραγωγής και της μεθέξως

 

με κορύφωση της ένωσης των δυο οντοτήτων

το κορμί σου έγινε ένα ζωντανό, μουσικό όργανο…

συνθέτοντας μια πυρετώδη οργασμική συμφωνία

που στην κορύφωσή της εκρήγνυτο σε λευκές, εξπρεσιονιστικές πινελιές στο πρόσωπό σου

 

πάντοτε με συνέπειες διαδραστικές σε σχέση με τους δύο του ερωτικού ζεύγους: μεταξύ τους αλλά και με τον υπόλοιπο κόσμο.

Τύλιγες το κορμί σου με τα άμφια της βαθιάς μου νύχτας

και φανερωνόσουν σα γυναίκα μαυλιστική

μα όταν σ’ έγδυνα μετουσιωνόσουν σε ιδέα

τόσο απόλυτη και όμορφη

που εναπόθετα τη συγκίνησή μου στα πόδια σου

να ξεπλένεις τον κόσμο από πάνω τους.

Ο λυρισμός είναι διάχυτος σε πολλά ποιήματα

θυμάσαι πώς αχνίζανε τα σώματά μας

στο πρώτο κρύο αγέρι του χειμώνα

νοτισμένα όπως ήταν ακόμα

από τις πένθιμες, φθινοπωρινές βροχές;

Ο έρωτας, προσωποποιείται και απευθύνεται ειδικά στην φέρουσα το όνομα Μαρία, ως τίτλος σε δυο ποιήματα αλλά και με διάσπαρτες αναφορές. Δεν έχει σημασία για τον αναγνώστη αν είναι πρόσωπο υπαρκτό, ένα ή πολλά. Στο πρόσωπό της, είναι η γυναίκα, η ομορφιά, ο μύθος, η ηδονή, η πύλη για την επαφή με τη ζωή, η δυνατότητα αναπαραγωγής, η εξιδανίκευση, το όνειρο. Η ίδια η ζωή για τον άντρα.

Η γυναίκα θεοποιείται, τίθεται υπεράνω του γήινου χρόνου:

Μια ζωή δε θα μου έφτανε

να γνωρίσω όλη την ομορφιά της όψης σου.

 

Το άγγιγμά της καυτό, συγκλονιστικό:

                Φοβόμουν όμως περισσότερο το άγγιγμά σου.

                Αν με άγγιζες, Μαρία

                θα έσπαγα σε χιλιάδες μικρά κομμάτια

και θα γινόμουνα τ’ αστέρια στον ουρανό σου

και η όψη της, προσωποποίηση της χαράς:

όταν αυτή τη φορά το χαμόγελο απέκτησε όνομα

κα ήταν φυσικά

Μαρία.

Ο έρωτας, παίρνει την ορφική του λύρα και παίζει στα μηνίγγια του άντρα:

γι αυτό τα στήθη σου γίνανε ευωδιαστά πορτοκάλια

που μάζεψα από τους κήπους των ποιημάτων

γι’ αυτό οι αναστεναγμοί σου γίνανε μουσική

και τα μαλλιά σου καταρράκτες.

 

Κάποτε, οι συνθήκες αλλάζουν. Τότε έρχονται συνειδητοποιήσεις που πονάνε:

πλάγιαζες κάθε βράδυ με το παρελθόν σου

                και αυτό το αποκαλούσες ζωή

 

συνειδητοποιήσεις που φέρνουν δάκρυα καθώς μεταβάλλονται σε παράπονο:

είναι οι λυγμοί των στιγμών που δεν ζήσαμε που με κρατάνε ξύπνιο

Πώς ν’ ακούσεις;

Αφού ήσουν πάντα το παραμύθι κάποιου άλλου;

και ακολουθεί ο παραλογισμός, ως δικαιολογία ή ως άλλοθι:

Θεέ μου, πόσες Μαρίες ν’ αντέξει ακόμα αυτός ο κόσμος;

 

Η Μαρία, μπορεί να είναι η ίδια η ζωή. Μπορεί να είναι η ποίηση. Μπορεί να είναι η Ιθάκη του ποιητή. Τα ποιήματα, άλλοτε με λυρικό τρόπο, άλλοτε με ρεαλισμό, άλλοτε με τον αυθορμητισμό που με κάθε ειλικρίνεια καταθέτουμε στον ψυχαναλυτή μας, άλλοτε με διάθεση να γίνουν κραυγή και να φωνάξουν με έντονο ύφος, άλλες φορές ψιθυριστά όπως στην προσευχή, άλλες σιγανά, όπως στην αγκαλιά της αγαπημένης, άλλες με τη ροή που εξομολογούμαστε τις ανησυχίες μας στον καλύτερό μας φίλο, μιλάνε κυρίως για τον Έρωτα, αλλά δεν στέκονται μόνο εκεί. Μιλάνε για την κοινωνία, για τους προβληματισμούς, τα διλήμματα, τις εμπειρίες του σύγχρονου ανθρώπου.

Δείχνουν τις αμέτρητες διεργασίες που τριβελίζουν το μυαλό των νέων ανθρώπων, οι οποίοι καλούνται να επιβιώσουν σε μια πολυδιάστατη ζούγκλα, που θέριεψε ερήμην τους.

Ο άνθρωπος βρίσκεται σε ένα τεχνητό περιβάλλον με πληθώρα υλικών υποστάσεων γύρω του (σκόπιμα δεν λέω αγαθών) και βάλλεται με χαώδεις όγκους πληροφορίας, ψάχνοντας να βρει το δρόμο του, την ισορροπία του, τη δύναμη και τη διάθεση να ζήσει πραγματικά και όχι εικονικά.

Η συλλογή αυτή, έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ποίησης: ελεύθερο στίχο, καθημερινό λεξιλόγιο, επιλεκτική ασάφεια, έκφραση με εικόνες, βιωματικές εμπειρίες, πάθη-πόθους-αγκάθια της ψυχής, εξομολογητικές αναφορές, προσωπικά στοιχεία. Επιπλέον χτίζεται με περιγραφικά δομικά υλικά πολλών ειδών: σύγχρονα ζητήματα του σε εισαγωγικά «πολιτισμού» μας, δυσκολίες κοινωνικές και διαπροσωπικών σχέσεων, ψυχολογικές πιέσεις, αβεβαιότητα, ανασφάλεια. Δε διστάζει να αφήσει στους αρμούς κενά από τα λάθη και τις αβλεψίες-αδιαφορίες γονιών, δασκάλων, φίλων.

Φως; Η αγάπη, η εντιμότητα, η κριτική ματιά, η κοινωνικότητα, η συμφιλίωση και γνωριμία με το σώμα, η αυτογνωσία, η ποίηση, το όνειρο, και προ παντός ο Έρωτας.

Ο τρόπος γραφής κάποτε γίνεται πεζός, άλλοτε πρόζα, άλλοτε παραλήρημα, κάποιες φορές ιστόρηση, κάποιες φορές αφηγηματικός πόθος, με τελικό αποτέλεσμα μια σύγχρονη ποιητική. Αυτό που διακρίνω στον Γιώργο Σύρρο, είναι η εντιμότητα, η καθαρότητα, η ειλικρίνεια, ο αυτοσαρκασμός αλλά και η τάση για αυτογνωσία.

Το πρώτο πρόσωπο συχνότατο στον ενικό αλλά υπαρκτό και στον πληθυντικό, είναι καθαρά πρώτο πρόσωπο, αναφέρεται στον εαυτό του, χωρίς να βάζει τον αναγνώστη στο παιχνίδι σώνει και καλά, αφήνοντάς του το προνόμιο του παρατηρητή. Όπως και το δεύτερο ενικό, το εσύ, απευθύνεται κάπου συγκεκριμένα και πάλι ο αναγνώστης ως θεατής παρακολουθεί, έχοντας την επιλογή αν θα συμμετέχει ή όχι.

Κάπου κάπου, είναι σαν να σου μιλάει, έτσι όπως γίνεται όταν γνωρίζονται δυο άνθρωποι ξένοι μεταξύ τους σε ένα μπαρ και ο ένας μιλάει και αποκαλύπτει «χωρίς φόβο και πάθος» στοιχεία της ζωής του στον άλλον. Υπάρχει αυτή η αμεσότητα και αυτή η καθαρότητα.

Χωρίς να αποσαφηνίσω πού αναφέρεται, ούτε αν μιλάει άνδρας ή γυναίκα, δίνω το τελευταίο απόσπασμα, άκρως ερωτικό και κοινωνικό συνάμα κατά την άποψή μου, το οποίο έχει σχέση και με τον χρόνο και με την κάθαρση και με την αποδοχή και με την ίδια τη θεώρηση για τη ζωή:

και όμως

κάθε φορά είναι σαν την πρώτη του φορά

είμαι ο μοναδικός του σύντροφος

με κάνει να νιώθω πως δεν υπήρξε άλλος πριν από μένα

και να ξεχνάω

πως θα το κρατήσω για μια στιγμή

και έπειτα θα πλυθεί

για να καταλήξει παρθένο στα χέρια κάποιου άλλου

όπως και οι έρωτες της ζωής μας. 

Ας είναι καλοτάξιδο τούτο το βιβλίο και ας πιάσει λιμάνια που προσμένουν καράβια με φορτία λέξεων ποιητικά.

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής.

Μόνο στα όνειρά μου ανατράφηκα ανθρώπινα